επιβλητικός

επιβλητικός
η , ό[ν]
1) внушительный, величественный; импозантный; внушающий почтение, уважение;

επιβλητικός τόνος (υφός) — внушительный тон (вид);

επιβλητικές διαστάσεις — внушительные размеры;

επιβλητικός τρόπος — импозантные манеры


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επιβλητικός" в других словарях:

  • ἐπιβλητικός — apprehending directly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβλητικός — ή, ό (AM ἐπιβλητικός, ή, όν) [επιβάλλω] νεοελλ. αυτός που επιβάλλεται, που εμπνέει στους άλλους σεβασμό, υπακοή, αναγνώριση κ.λπ. («επιβλητικός αξιωματικός», «επιβλητική εμφάνιση», «επιβλητικό θέαμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το επιβλητικό η… …   Dictionary of Greek

  • επιβλητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να επιβάλλεται, που εμπνέει σεβασμό: Επιβλητικός δεσπότης. 2. που επιβάλλεται με το μέγεθος ή τον όγκο ή τη δύναμή του, που προκαλεί εντύπωση, μεγαλοπρεπής: Επιβλητικό οικοδόμημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιβλητικώτερον — ἐπιβλητικός apprehending directly adverbial comp ἐπιβλητικός apprehending directly masc acc comp sg ἐπιβλητικός apprehending directly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλητικῶν — ἐπιβλητικός apprehending directly fem gen pl ἐπιβλητικός apprehending directly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλητικόν — ἐπιβλητικός apprehending directly masc acc sg ἐπιβλητικός apprehending directly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλητικαῖς — ἐπιβλητικός apprehending directly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλητικοῖς — ἐπιβλητικός apprehending directly masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλητικῇ — ἐπιβλητικός apprehending directly fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλητική — ἐπιβλητικός apprehending directly fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλητικήν — ἐπιβλητικός apprehending directly fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»